Skip links

Διαγνωστικά Εργαλεία

Ελαστογραφία Μαστών

Η ελαστογραφία, βασιζόμενη στην αρχή λειτουργίας των υπερήχων, αποτελεί την νεότερη, βιβλιογραφικά τεκμηριωμένη και επομένως παγκοσμίως αποδεκτή, μέθοδο χαρακτηρισμού του βαθμού σκληρότητας δομικών αλλοιώσεων που προκύπτουν σε διάφορα συμπαγή όργανα μεταξύ των οποίων και ο μαστός, αποτελώντας για τον τελευταίο το βασικότερο και πλέον εκτενώς μελετημένο πεδίο εφαρμογής.

Ελαστογραφία

Αποτελεί την νεότερη, βιβλιογραφικά τεκμηριωμένη και επομένως παγκοσμίως αποδεκτή, μέθοδο χαρακτηρισμού του βαθμού σκληρότητας δομικών αλλοιώσεων που προκύπτουν στο μαστό

Για την κατανόηση της σπουδαιότητας της μεθόδου, στις γραμμές που ακολουθούν, θα επιχειρηθεί η απλοποιημένη παρουσίαση της αρχής λειτουργίας της ιατρικής διαγνωστικής υπερηχογραφίας, πάνω στην οποία βασίζεται. Το υπερηχογράφημα στην βασική του μορφή (b-mode) αποτελεί το κατ’ αρχήν διαγνωστικό εργαλείο απεικόνισης με το οποίο ο εξειδικευμένος ιατρός χειριστής του συγκεκριμένου εξοπλισμού είναι σε θέση να αναγνωρίσει μια δομική αλλοίωση στο μαστό. Αυτή, η καταρχάς απεικονιστική καταγραφή του ευρήματος, συνιστά και το πρώτο βήμα στην διαδικασία διάγνωσης μιας πάθησης η οποία μπορεί στον χρόνο εκτέλεσης της εξέτασης, να μην είναι κλινικά εμφανής και να αποτελεί τυχαίο εύρημα ως αποτέλεσμα ενός ελέγχου ρουτίνας (check up).

 

Τις περισσότερες φορές η ανάδειξη ενός τέτοιου ευρήματος έχει μορφολογικά χαρακτηριστικά (σχήμα-μέγεθος-σύσταση) τα οποία μπορούν με ασφάλεια να θέσουν την διάγνωση. Ωστόσο πολλές είναι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η διακριτική ικανότητα ή/και τα χαρακτηριστικά της βλάβης είναι τέτοια που δεν επιτρέπουν τον σαφή χαρακτηρισμό της. Αυτό μπορεί, στην περίπτωση του μαστού να συμβεί σε αλλοιώσεις με συνυπάρχοντα και αλληλεπικαλυπτόμενα μορφολογικά και ιδιοσυστασιακά στοιχεία τα οποία απαντώνται τόσο στις καλοήθεις παθήσεις όσο και στις κακοήθειες, μειώνοντας συνεπώς την διαγνωστική ακρίβεια η οποία με την σειρά της και ανάλογα με την περίπτωση, καθιστούν απαραίτητη την διενέργεια περαιτέρω ελέγχου ο οποίος μπορεί να οδηγήσει έως και την βιοψία για την ιστολογική ταυτοποίηση της βλάβης.

Ελαστογραφία

Η διαρκής εξέλιξη τόσο στον υλικοτεχνολογικό διαθέσιμο εξοπλισμό όσο και στην ερευνητική δραστηριότητα στον χώρο της ιατρικής απεικόνισης οδήγησαν στην υλοποίηση, με εξαιρετικά αποτελέσματα, της ελαστογραφίας

Παρ’ όλο που οι διαθέσιμες μέθοδοι απεικόνισης του μαστού όπως η μαστογραφία, η μαγνητική μαστογραφία και η υπερηχογραφία διαθέτουν υψηλή ευαισθησία στην αναγνώριση αλλοιώσεων, δεν παρουσιάζουν την ανάλογη ειδικότητα το οποίο οδηγεί με την σειρά του σε άσκοπες βιοψίες ή παρατεταμένους χρονικά, επαναλαμβανόμενους ελέγχους προξενώντας οικονομική και κυρίως ψυχολογική επιβάρυνση στην εξεταζόμενη.

 

Η διαρκής εξέλιξη τόσο στον υλικοτεχνολογικό διαθέσιμο εξοπλισμό όσο και στην ερευνητική δραστηριότητα στον χώρο της ιατρικής απεικόνισης οδήγησαν στην υλοποίηση, με εξαιρετικά αποτελέσματα, της ελαστογραφίας. Η τελευταία βασίζεται στην απλή διαχρονική διαπίστωση κατά την οποία μια βλάβη είναι περισσότερο ύποπτη για κακοήθεια όσο αυξάνει ο βαθμός σκληρότητας της. Αυτό αποτελεί και το κύριο στοιχείο αξιολόγησης της διαδικασίας, κλινικής από μαστολόγο, ψηλάφησης  του στήθους ή της περιοδικής αυτοεξέτασης από την ίδια την γυναίκα.

Ελαστογραφία

Από το 2003 που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, η μέθοδος της ελαστογραφίας εξελίσσεται διαρκώς παράλληλα με την εξέλιξη των μηχανημάτων υπερηχογραφίας

Η ελαστογραφία μπορεί να θεωρηθεί το απεικονιστικό ισοδύναμο της ψηλάφησης, ποσοτικοποιώντας τον βαθμό σκληρότητας μιας βλάβης η οποία μέχρι πρότινος ήταν εφικτή μόνο δια της ψηλάφησης με γυμνά χέρια, αποτυπώνοντας κατά κύριο λόγο, την υποκειμενική εκτίμηση του εκάστοτε εξεταστή.    

 

Από το 2003 που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, η μέθοδος της ελαστογραφίας εξελίσσεται διαρκώς παράλληλα με την εξέλιξη των μηχανημάτων υπερηχογραφίας. Ενδεικτικό της προόδου που έχει σημειωθεί είναι το γεγονός πως  στα σύγχρονα μηχανήματα, που είναι εξοπλισμένα με λογισμικό για την επεξεργασία ελαστογραφικών δεδομένων, δεν είναι εφικτός μόνο ο διαχωρισμός της καλοήθους από την κακοήθη αλλοίωση, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις, και η  προσέγγιση της ιστολογικής διάγνωσης, αναλύοντας τα χαρακτηριστικά κατανομής των επιμέρους περιοχών σκληρότητας μίας αλλοίωσης. Αυτό δυνητικά, πέραν του άμεσου οφέλους που είναι ο χαρακτηρισμός του υπό εξέταση ευρήματος, έχει σταδιακά ενσωματωθεί και σε άλλους τομείς, όπως αυτός της θεραπείας, όπου χρησιμοποιείται πλέον στην παρακολούθηση της ανταπόκρισης στην χορηγούμενη θεραπευτική αγωγή μίας διαγνωσμένης κακοήθους βλάβης.

 

Συγχρόνως η ελαστογραφία μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο τις ογκόμορφες αλλοιώσεις, δηλαδή αυτές που εμφανίζονται σαν διακριτή μάζα από τους περιβάλλοντες ιστούς, αλλά και αυτές που έχουν πιο ασαφή κατανομή με δυσδιάκριτα όρια στον απλό υπερηχοτομογραφικό έλεγχο, με πολλές δε εξ’ αυτών να αποκρύπτονται στον απλό ετήσιο μαστογραφικό έλεγχο ρουτίνας.